Πώς αλληλεπιδρά το βρέφος με τους γονείς του; Είναι τυχαίες οι κραυγούλες και τα γέλια του; Πότε το βρέφος αποκτά βλεμματική επαφή και πώς χρησιμοποιεί τις χειρονομίες; Και τι διαδικασίες λαμβάνουν χώρα όταν η μητέρα θηλάζει το βρέφος ή όταν του αλλάζει πάνα; Πώς τα παραπάνω συνδέονται με τη γλωσσική ανάπτυξη στη βρεφική και στη νηπιακή ηλικία;
Ξεκινώντας από τα παραπάνω ερωτήματα, η παρούσα ομιλία εστιάζει στη σύνδεση ανάμεσα στη γλωσσική ικανότητα και την ικανότητα επικοινωνίας και εξετάζει πώς αυτές οι δύο ικανότητες επηρεάζονται από δύο παράγοντες που καθορίζουν την ανάπτυξη του παιδιού: την οικογένεια και το σχολείο. Με βάση ερευνητικά δεδομένα από παιδιά τυπικής ανάπτυξης και από παιδιά με νευροαναπτυξιακές διαταραχές, υποστηρίζεται ότι απλές, καθημερινές εμπειρίες που προσφέρονται στο οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον συνδέονται άμεσα με τις γλωσσικές δεξιότητες του παιδιού ενώ δυσκολίες στη γλώσσα και την επικοινωνία μπορεί να εκδηλώνονται με ποικίλους τρόπους στα εν λόγω πλαίσια (π.χ. χαμηλές σχολικές επιδόσεις, ψυχοκοινωνικές δυσκολίες, προβλήματα στις σχέσεις με τους συνομηλίκους, απομόνωση). Συμπεραίνεται ότι, σε μια εποχή που τα ανθρώπινα κοινωνικά δίκτυα έχουν περιοριστεί πολύ και οι ψηφιακές οθόνες έχουν επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην ανθρώπινη επικοινωνία, καθίσταται ιδιαίτερα σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε την πολυδιάστατη φύση της γλώσσας. Ιδιαίτερα οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί, που αναπόφευκτα βιώνουν πιο έντονα τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής μέσω των παιδιών και των εφήβων, χρειάζονται καθοδήγηση ως προς τις πρακτικές που μπορούν να ευνοήσουν ή να δυσχεράνουν τη γλωσσική επικοινωνία, η οποία αναμφισβήτητα αποτελεί θεμέλιο λίθο για την ψυχική υγεία του ατόμου και για τις υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις.